- Καριώτης
- ο, θηλ. Καριώτισσαο αυτόχθονας κάτοικος τής Ικαρίας ή αυτός που κατάγεται από την Ικαρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek